δαμάλα

δαμάλα
η (AM δάμαλις, Α και δαμάλη, Μ και δαμαλίς)
αγελάδα, συνήθως νεαρή που δεν έχει ακόμη γεννήσει
νεοελλ.
χοντρή και ανόητη γυναίκα
αρχ.-μσν.
παρθένα, κόρη
μσν.
φρ. «ἡ δάμαλις ἡ ἄσπιλος» (για τη Θεοτόκο)
αρχ.
φρ. «δάμαλις σῡς» — γουρουνόπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού δαμάλης*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δαμάλα — η 1. μεγάλη αγελάδα: Οι δαμάλες παράγουν πολύ γάλα. 2. μτφ., χοντροκομμένη και ανόητη γυναίκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δαμαλά, επισκοπή — Βυζαντινή ερειπωμένη εκκλησία, κοντά στο χωριό Δαμαλάς της Τροιζηνίας (σημερινή Τροιζήνα), στην τοποθεσία της αρχαίας Τροιζήνας και στη θέση ακριβώς του αρχαίου ναού της Αφροδίτης. Η αρχική εκκλησία (15,15 x 9,20 μ.), σταυροειδής με τρούλο, που… …   Dictionary of Greek

  • Δαμαλά, Τερέζα — Βλ. λ. Δαμαλάς, Αριστείδης …   Dictionary of Greek

  • δαμάλας — δαμάλᾱς , δάμαλις young cow fem acc pl δαμάλᾱς , δάμαλις young cow fem gen sg (doric aeolic) δαμάλᾱς , δαμάλη fem acc pl δαμάλᾱς , δαμάλη fem gen sg (doric aeolic) δαμάλᾱς , δαμάλης subduer masc acc pl δαμάλᾱς , δαμάλης subduer masc nom sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμάλαν — δαμάλᾱν , δάμαλις young cow fem acc sg (doric aeolic) δαμάλᾱν , δαμάλη fem acc sg (doric aeolic) δαμάλᾱν , δαμάλης subduer masc acc sg (epic doric aeolic) δαμάλης subduer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαμάλαι — δάμαλις young cow fem nom/voc pl δαμάλᾱͅ , δάμαλις young cow fem dat sg (doric aeolic) δαμάλᾱͅ , δαμάλη fem dat sg (doric aeolic) δαμάλης subduer masc nom/voc pl δαμάλᾱͅ , δαμάλης subduer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζαχαρία — (Zacharia). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Γένοβας. Ορισμένα μέλη της εγκαταστάθηκαν, τον 13o αι., σε περιοχές της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο και συνδέθηκαν με γάμους με τον αυτοκρατορικό οίκο των Παλαιολόγων.… …   Dictionary of Greek

  • Τροιζήνα — I Αρχαιότατη ιωνική πόλη της Αργολίδας. Βρισκόταν στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, κοντά στο σημερινό χωριό Δαμαλά και απείχε από τον Σαρωνικό κόλπο περίπου 3 χλμ. Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η Τ. αναφέρεται ως γενέτειρα πόλη του Θησέα,… …   Dictionary of Greek

  • -άλα — Γλωσσ. παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Νέας Ελληνικής, με την οποία σχηματίζονται: Ι) αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα ρημάτων, που δηλώνουν ενέργεια τού πρωτότυπου ρήματος, π.χ. κρεμάλα < κρεμώ, μουντζάλα < μουντζαλώνω, πηλάλα… …   Dictionary of Greek

  • αγελάδα — Ζώο της οικογένειας των βοοειδών της τάξης των αρτιοδακτύλων. Το αρσενικό της λέγεται ταύρος. Το ανάστημά της είναι μικρότερο από του αλόγου και το σώμα της βαρύ και εύρωστο. Έχει κεφάλι κοντό σε σχέση με το σώμα της, με πλατιά ρουθούνια που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”